- φιτυποιμην
- φιτυποίμηνφῑτῠ-ποίμην-ενος adj. m ухаживающий за растениями
ἀνέρ φ. Aesch. — садовник
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνέρ φ. Aesch. — садовник
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φιτυποίμην — ενος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) φυτοκόμος, κηπουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῖτυ «κλαδί, βλαστάρι» + ποιμήν, ένος] … Dictionary of Greek
φιτυποίμενος — φῑτυποίμενος , φιτυποίμην tender of plants masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)